- ὑπαπεδύετο
- ὑπό-ἀποδύνωstrip offimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαποδύομαι — ΜΑ μτφ. εγκαταλείπω κάτι βαθμιαία («τὴν ἰατρικὴν ὑπαπεδύετο», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω κάτι από πάνω μου»] … Dictionary of Greek